Ένας προραφαηλιτικός άγγελος σε φωτογραφικό συναπάντημα με τον Winogrand. Κανοντας μια αναδρομή στο σύνολο των γυναικών που φωτογράφισε, νομίζω ότι αυτή η γυναίκα πρέπει να είχε δεσπόζουσα θέση στο πάνθεον των φωτογραφικών του κατακτήσεων. Αλλά και η εικόνα καθεαυτή με τις αντικρουόμενες με την κίνηση της γυναίκας εντολές των πινακίδων,δημιουργούν μια κατάσταση αυθεντικά φωτογραφική. Από τις καλύτερες στιγμές του-και χωρίς στραβό κάδρο ε;
Έχοντας διαβάσει ως τώρα μερικές εκατοντάδες μονογραφίες δημιουργών-κυρίως της εικόνας-για πρώτη φορά στη ζωή μου-είμαι ήδη πενήντα πέντεχρονών, ζωή νάχω!-βρέθηκα τόσο αμήχανος όσο τώρα που διάβασα δύο μονογραφίες για τον περιβόητο αμερικανό φωτογράφο Garry Winogrand. Δεν το κρύβω ότι ποτέ, όχι απλά δεν μού είχε αρέσει σαν φωτογράφος αλλά και ποτέ μου δεν τον θεώρησα ούτε στο ελάχιστο καλλιτέχνη-και το υποστηρίζω με όλη τη δύναμη του δικαιώματος μου να είμαι ακόμη και αυθαίρετα υποκειμενικός, αν και στη περίπτωση του Winogrand αυτό δεν χρειάζεται: κάθε αρνητική κρίση γι’αυτόν μοιάζει και πολύ πιθανά είναι, αντικειμενική και μάλιστα όσο πιο αρνητική γίνεται τόσο γίνεται και αντικειμενικότερη. Το να λες λοιπόν δεν μ’αρέσει ο Winogrand είναι κάτι τόσο αυτονόητο ώστε σχεδόν να καταντάει και περιττό καν να το πεις. Εξυπακούεται ότι αυτό που εκπέμπει αυτό που αποκαλείται-πόσο αυθαίρετα αλήθεια!-αισθητική του Winograd είναι η ίδια η πεμπτουσία και η άρνηση της αισθητικής σαν ΣΥΝΕΙΔΗΤΗΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ!
Ok, φωτογραφία με χαριτωμένο θέμα. Έχει μπει και η πατίνα πενήντα χρόνων από πάνω που, στην ομορφιά των αναπαριστώμενων πλασμάτων, πρόσθεσε λίγη αχλύ μύθου και στυλιστικής ιστορίας. Ε και; Κάτι πέρα από αυτό;
Πρέπει όμως ακόμη και τις απαρέσκειες μας να τις θεμελιώνουμε με επιχειρήματα αν θέλουμε να τις κοινοποιήσουμε πέρα από τον στενό κύκλο των φίλων μας και των γνωστών μας. Απ’το Yale University Press, πρόσφατα, εκδόθηκε ένας εντυπωσιακός κατάλογος για τον Γουΐνογκραντ, με την αφορμή της πολύ μεγάλης έκθεσης στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Σαν Φρανσίσκο. Η έκδοση συνοδεύεται με αρκετά κείμενα, κάτι μάλλον ασυνήθιστο στις φωτογραφικές εκδόσεις. Θεωρώντας ότι θα ήταν ένα βιβλίο αναμενόμενα υμνητικό του φωτογράφου, περίμενα ότι τα κείμενα δεν θα έκαναν κάτι άλλο παρά αυτό που λογικά περιμένεις για τη μεγάλη αναδρομική ενός νεκρού πια καλλιτέχνη: θα στήριζαν, με το δικό του ο καθένας από τους συντάκτες σκεπτικό, την άποψη για τη μεγάλη σημασία του έργου αυτού του σημαντικού, όπως διαδίδονταν και επίμονα φημολογούνταν και θρυλούνταν μέχρι τώρα ότι ήταν, φωτογράφου. Και ακριβώς εδώ βρίσκεται η έκπληξη! Το βιβλίο, παρόλο ότι σαν μνημειώδης έκδοση-450 σελίδες παρακαλώ!- εκ των πραγμάτων συντηρεί αυτή τη μυθολογία, τα ίδια τα κείμενα όμως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και με μόνη την παράθεση των πραγματικών στοιχείων του “καλλιτέχνη” ουσιαστικά-πολλές φορές ακόμη και ασυνείδητα-τον αποδομούν! Μονογραφία καλλιτέχνη που να τον αποδομεί, αν και όχι πρωτοφανές, ακούγεται παρόλα αυτά αντιφατικό. Στην περίπτωση μας όμως αυτό συμβαίνει.
Το εξώφυλλο του σπουδαίου καταλόγου που εξέδωσε το YALE University Press: ακόμη και εδώ οι αντινομίες-όχι τόσο οι θεματικές , αυτές είναι έτσι κι αλλιώς συμβατές με το ίδιο το φαινόμενο της ζωής-όσο οι μορφικές, συνοψίζουν με τον τρόπο τους το αμφιλεγόμενο και ετερόκλητο περιεχόμενο του βιβλίου, το περιεχόμενο της ίδιας της “τέχνης’ του Winograd.
Έχοντας ήδη στη βιβλιοθήκη μου άλλη μια μονογραφία για το φωτογράφο-το ” WINOGRAD: Figments from the real world” γραμμένο με απίστευτη εμπεριστατωμένη και διεισδυτική εμβρίθεια από τον-μακαρίτη πια-επιμελητή του Φωτογραφικού Τμήματος του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης John Szarkowski, γραμμένη στο μακρινό πια 1988-τέσσερα χρόνια μόλις μετά το θάνατο του Winograd, διαπίστωσα, με ακόμη μεγαλύτερη έκπληξη πώς αυτός που, όσο κανείς άλλος στον πλανήτη γη, πίστεψε και προώθησε αυτό το φωτογράφο, τον αποδομούσε με ακόμη πιο ανελέητο τρόπο, από όσο το κάνει η πρόσφατη έκδοση του Yale University Press! Τι ακριβώς συμβαίνει λοιπόν; Πώς ένας πολυύμνητος φωτογράφος καταντάει έρμαιο μιας-αν και συγκρατημένης και διακριτικής-οργίλης όμως στον πυρήνα της ουσίας της, αποδομητικής κριτικής; Η γνώμη μου είναι ότι αυτό είναι νομοτέλεια. Άφευκτη, αναπότρεπτη, μοιραία νομοτέλεια. Όσο τίποτε δεν μπορεί να σταματήσει την κατάρρευση ενός κακά θεμελιωμένου οικοδομήματος και όσο τίποτε δεν μπορεί να συγκρατήσει την κατρακύλα των μετοχών-φούσκα στα χρηματιστήρια του κόσμου, έτσι κάποτε θαρχόταν και η σειρά ενός υπερεκτιμημένου και χωρίς καμιά εικονοπλαστική συγκρότηση φωτογράφου, να αντιμετωπίσει την ανελέητη κρίση που λέγεται Ιστορία.
Ή στραβός είναι ο κόσμος ή στραβά φωτογραφίζουμε
Η φωτογραφία-ευτυχώς!-δεν είναι μια ζωτική δραστηριότητα μέσα στον ανθρώπινο πολιτισμό, παρόλο ότι είναι πια μέρος της καθημερινότητας του. Είναι-ευτυχώς!-πάρεργο. Και αυτό συμβαίνει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό σ’αυτό που, αυτάρεσκα και αλαζονικά, κάποιοι αποκαλούν “καλλιτεχνική φωτογραφία”. Αυτό έχει σαν συνέπεια οτιδήποτε θεμελιώθηκε εσφαλμένα στο κόσμο της φωτογραφίας, να μην έχει καταστρεπτικές συνέπειες όταν θα έρθει η ώρα της ανατροπής του, της σίγουρης κατάρρευσης του. Μικρό το κακό λοιπόν αν ο Winograd αποδεικνύεται μια καλλιτεχνική φούσκα στον μικρόκοσμο της φωτογραφίας. Για τη μικρή κοινότητα του κόσμου της φωτογραφίας όμως, δεν παύει αυτή η ανατρεπτική διαπίστωση να έχει τη σημασία της. Είναι μια ωραία, χρήσιμη αφορμή να ξαναδούμε αλλιώς τα πράγματα. Να αναθεωρήσουμε τις συνταγές αλλά και το συντακτικό του σιναφιού μας. Σαν προσωπικότητα-απόσο μπορώ να καταλάβω από τα κείμενα που διάβασα και από το ίδιο το έργο του-η εμμονική του αγάπη για τις γυναίκες, τον κάνει συνταρακτικά συγκλονιστικό και αυθεντικό-πρέπει νάταν συναρπαστικός! Είχε αμεσότητα εκφραστική, ήταν ανοιχτόκαρδος, σχεδόν διαχυτικός και ιδιοσυγκρασιακά πληθωρικός και εκρηκτικός αλλά-αυτό προκύπτει πολύ εύκολα από όλα τα λεγόμενα του-άκακος, αμνησίκακος, μεγαλόψυχος. Είχε καλούς και πιστούς φίλους και αυτό λέει επίσης πολλά. Παρά πολλά.
Ένας αφιονισμένος φωτογράφος με ιδιοσυγκρασία paparazzo, τράβαγε με παροξυσμικά καταιγιστικούς ρυθμούς ό,τι έβρισκε μπροστά του. Οι πιθανότητες, με αυτές τις προϋποθέσεις, να υπάρξουν οι όροι του φωτογραφικού καλλιτεχνικού συμβάντος-που κι αυτό πάλι άλλοι το όριζαν από ένα σημείο και μετά στην καριέρα του Winograd, δημιούργησαν μια νόθα κατάσταση όπου ένας εκτός συγκροτημένης καλλιτεχνικής συνείδησης καμεραμαν-αρνοούμαι καν να τον αποκαλέσω φωτογραφο, ειδικά από την στιγμή που τράβαγε με motor drive-παρέδιδε υλικό στο οποίο ουσιαστικά δεν είχε καμιά εποπτεία, για να του το εμφανίζουν, να κάνουν τα κοντάκτ, να του επιλέγουν και στο τέλος αυτοί να του δημοσιεύουν και εκθέτουν. Εκείνος ήταν απλά χειριστής κλείστρου και σουλατσαδόρος!
Το πρόβλημα με τον Winograd είναι ότι βρέθηκε σε έναν άσχετο με αυτό που καμιά αληθινή του κλίση δεν θα τον οδηγούσε ποτέ, σ’αυτό που τελικά τον έκανε διάσημο-τη φωτογραφία, την τέχνη της εικονοποιΐας γενικά- και τώρα βρισκόμαστε στη δυσάρεστη θέση, αυτόν, μια μάλλον γοητευτική φυσιογνωμία, να πρέπει να τον αποδομούμε. Δεν είχε καμιά κλίση ποτέ και για κανένα είδος εικόνας! Αυτό κατά ένα περίεργο τρόπο μπορεί και να είναι συναρπαστικά καλό σε μια τέχνη που δεν απαιτεί από τον υπηρέτη της ιδιαίτερες δεξιότητες, γιατί η αφέλεια, η δροσιά της άγνοιας και της ασχετοσύνης μπορούν, έστω και ασυνείδητα να ανοίξουν νέες διόδους αντίληψης της εικόνας εντελώς απρόβλεπτες και γι’αυτό συναρπαστικές.
Να μην τον ξεχνάμε αυτό-το γράφω αυτό εγώ που είμαι φωτογράφος-ΣΤΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΟ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΝΕΙ Η ΜΗΧΑΝΗ ΣΟΥ! Παλιά, για να πετύχεις μια πιστή αναπαράσταση οποιουδήποτε προσώπου, πράγματος ή κατάστασης, έπρεπε να κατέχεις μια στέρεη τεχνική που λεγόταν σχέδιο-σχέδιο αν τυχόν ήθελες να αρκεστείς στο λιγότερο. Σήμερα αλλά και στις μέρες του Winograd, ακόμη και το τυχαίο πάτημα ενός κουμπιού μπορούσε να παράξει μια συναρπαστική εικόνα, ικανή να συγκινήσει ακόμη και τον εικονογράφο της Παναγίας, τον Ευαγγελιστή Λουκά! Η αταλαντοσύνη, η έλλειψη οποιασδήποτε κλίσης στον τομέα παραγωγής εικόνων, συνδυασμένες με τη νεανική ορμή και την τρέλα εκείνη που ξέρει να αποτολμά ακόμη και πράγματα που δεν ξέρει, οδήγησαν τον Winograd στο ωραίο, απονενοημένο εκείνο διάβημα, που σε άλλους μπορεί να λέγεται κόντρες στην Εθνική οδό. Ο Winogrand καβάλησε τη φωτογραφική μηχανή όπως άλλοι καβαλάνε μηχανές μεγάλου κυβισμού, με την ελπίδα να απογειωθούν και να βρεθούν στο διάστημα. Χωρίς καμιά συγκρότηση και με μόνο οδηγό του την ασυγκράτητη παρόρμηση του-εδώ μπαίνει και το ωραίο, δυνατό, ενστικτώδες, ζωώδες θάλεγα, του να βρίσκεται αν είναι δυνατόν κάθε στιγμή, πίσω, μπρος, στο πλάι, πάνω, κάτω, από κάθε δυνατή γωνία εν πάση περιπτώσει και από παντού,σε γυναίκα. Η μεγαλούπολη και οι δρόμοι της προσφέρουν αφάνταστα ποικίλο υλικό σε όποιον ψάχνει για τέτοιου είδους ωραία θηράματα, που να αγιάζουν την ταραγμένη, ερωτικά φιλέρευνη ψυχή του με το λιβάνι του αρώματος τους. Την αύρα ενός σώματος που δημιουργεί ρεύματα αέρα αλλά και έρωτα-χωρίς κατ’ανάγκη να υπάρχει απτική κατάληξη. Η οπτική τού έφτανε και τον μεθούσε όσο χρειαζότανε για να ξεφύγει στα μικρά δωμάτια της ευτυχίας που λέγονται φευγαλέες φαντασιώσεις και που με κάθε νέα γυναίκα που συναντούσε ο φακός του, ανανεώνονταν με νέες ενοίκους. Δεν είναι γοητευτικό;
Η καλύτερη στιγμή-προσωπικής υφής στιγμή-στην απελπιστικά άνιση φωτογραφική καριέρα του Winogrand: το αντικείμενο του πόθου του, των καημών του, των περιπλανήσεων του, της ίδιας της εμπλοκής του με μια τέχνη που τελικά πραγματικά δεν αγάπησε παρά με πρόσχημα, αιτία και αφορμή τη γυναίκα. Το βιβλίο είναι μέτριο-στις γυναίκες τις ίδιες δεν άρεσε ιδιαίτερα αλλά όσοι καταλαβαίνουν, πολύ εύκολα μπορούν διακρίνουν την ειλικρίνεια και την αγάπη με την οποία τις περιβάλλει.
Αυτό το κυνήγι λοιπόν του θηλυκού-καθαγιασμένο στα ύδατα των ωκεάνειων αλλά και ηφαιστειωδών ορμονών του- εντοπισμένο στις ωραίες αστικές,λουσάτες πολλές φορές, εκδοχές γυναικείας ομορφιάς-δεν μπορώ να θυμηθώ χωριάτισσες οποιασδήποτε κοπής,και μόνο ελάχιστες επαρχιώτισσες στον εικονοποιητικό κόσμο του Winograd-γίναν το μυστικό άλλοθι μιας καριέρας διάσημης και επεισοδιακής. Το συμπέρασμα μοιάζει νάναι αυθαίρετο αλλά για την προσωπική αγιοσύνη της ψυχής του Winograd ευτυχώς δεν είναι. Υπάρχουν ένα σωρό στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτό που γράφω-από το μόνο βιβλίο που επιμελήθηκε ο ίδιος προσωπικά με αστείρευτο κέφι και ενθουσιασμό-το θρυλικό πια ” Women Are Beautiful” μέχρι το στατιστικά ιλιγγιώδες ποσοστό που κατέχουν οι γυναίκες στην εικονογραφία του. Αν και ξέρω ότι αυτό που θα γράψω είναι κάπως ιεροσυλία, τολμώ όμως να πω ότι σαν γυναικογράφος ο Winogrand στέκει με τον ίδιο φανατισμό και την ίδια αγαπητική προσήλωση που έδειξαν ο Tiziano, o Rubens, o Manet και ο Matísse και φυσικά σε απόλυτη αντιστοίχιση με τον αβυσσαλέας στυλιστικής διαφοράς, σχεδόν σύγχρονο του Helmut Newton. Υπάρχει λοιπόν κάτι άγιο και ιερό σ’αυτή την προσήλωση του Winograd που μεταλλάχθηκε σε πρόσχημα μιας δραστηριότητας που την αγάπησε μεν στην κρυφή, ανομολόγητη ουσία της αλλά που για μας τους τρίτους- παρόλο ότι προσέφερε μερικές εξαιρετικές εικόνες, προϊόντα της στατιστικής πιθανότητας όταν τραβάς παροξυσμικά να έχεις και καλές εικόνες-ήταν σε γενικές γραμμές μια δοκιμασία της αισθητικής μας.
Κάπου εδώ σταματάει η ευθύνη του Winogrand- η τέχνη του αν ομολογημένα ασκούνταν αυστηρά για την προσωπική του ικανοποίηση και μόνο, θάταν μιας πρώτης τάξεως ψυχοθεραπεία-και από δω ξεκινά η εγκληματική ευθύνη του παράλληλου με τον δημιουργό μηχανισμού που λέγεται Μουσείο, Επιμελητής, Κριτικός Τέχνης και γενικά ένας κόσμος που ως ένα βαθμό ζει, υπάρχει και κινείται εξ αφορμής της παραγωγής τέχνης. Δεν είναι παρασιτικός αυτός ο κόσμος-αντίθετα, βοηθούν τον καλλιτέχνη πολύμορφα και του είναι εξαιρετικά χρήσιμοι και τα ευγνώμονα αισθήματα των δημιουργών απέναντι τους είναι μια ιστορία που πρέπει να γραφτεί κάποτε και τους την οφείλουμε. Το λάθος βρίσκεται αλλού με όλους αυτούς τους τρίτους: ότι έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, αντί να είναι οι καλλιτέχνες που δημιουργούν το στυλ, καταλήξαμε να είναι οι curators που κανονίζουν τη φορά της τέχνης, τις τάσεις της. Αν δεν ήταν ο Szarkowski ο Winogrand θα ήταν ή ένας διεκπεραιωτικός φωτογράφος, χρήσιμος στη κοινωνία και την οικογένεια του και θα συνέχιζε τη ζωή της ευτυχισμένης-ή και δυστυχισμένης, δεν έχει μεγάλη διαφορά-ανωνυμίας. Με τον Szarkowski-που έψαχνε επειγόντως κάτι ρηξικέλευθα καινούργιο και διαφορετικό πάση θυσία-ο Winograd μετατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη και χάρη στη δυνατή πένα του υμνητή-δημιουργού του Szarkowski, σε θρύλο, σε θρύλο όμως χωρίς προδιαγραφές διάρκειας, γιατί δεν είχε ούτε το εικονοπλαστικό ένστικτο αλλά ούτε και τη συγκρότηση,την υποδομή, ώστε να στηρίξει με τους αδύναμους πνευματικά ώμους του το οικοδόμημα ενός θρύλου που του δώσαν, εντελώς αυθαίρετα και πλαστά,να στηρίζει-σκεφθείτε με την ευκαιρία τη σιγουριά και την πνευματική αίγλη του Henri Cartier Bresson, του Bill Brandt, ακόμη και τον αέρα του maestro του Helmut Newton! Η ευθύνη για την εκτόξευση κακών, απαράδεκτων καλλιτεχνών δεν είναι ευθύνη των καλλιτεχνών των ίδιων. Είναι της οκνηρής πνευματικά κοινωνίας, που έμαθε να βασίζεται στο διαμεσολαβητή-όποιος είναι αυτός-κριτικός, επιμελητής, γκαλερίστας. Το κοινό κλείνει τα μάτια στα απαράδεκτα έργα τέχνης-που βγάζουν μάτι για το πόσο κακά είναι-και τεντώνει τ’αφτιά-γι’αυτό ο Γκόγια τους ηλίθιους του τους παρίστανε με τα πρόθυμα ν’ακούσουν κάθε ανόητη, μεγαλόσχημη παρόλα, αφτιά του γαϊδάρου-Προθυμία λοιπόν και ενδοτικότητα στα λαγαρά πλην κούφια λόγια του κάθε παρείσακτου.
Helmut Newton! Στραβό κάδρο κι ο Helmut Newton ε; Ναι, αλλά με πόσο στυλ! Με πόση ενσυνείδητη και προγραμματική οργάνωση τους εικόνας του προς ένα συγκεκριμμένο σκοπό. Με πολυπλόκαμες αφηγηματικές διαδρομές αλλά και με στιβαρή εμβληματικότητα.Χωρίς να το παίζει υψιπετής αρτίστας, έκανε τέχνη πολλαπλάσιας βαρύτητας, σημασίας και διάρκειας, από όσους,νοσηρούς και βαρεμένους, μάζεψε γύρω του ο Swarkovski. Την τέχνη δεν την προγραμματίζουν τα επιτελεία των δυσκοίλιων διανοούμενων που παρασιστούν στην περιφέρεια της αλλά οι ίδιοι οι εκρηκτικοί αλλά και συγκροτημένοι δημιουργοί.
Βέβαια-και αυτό είναι προς τιμή του Szarkowski- ο διάσημος αυτός επιμελητής όταν μετά το θάνατο του Winogrand κλήθηκε και αυτός μαζί με πολλούς άλλους να διαχειριστεί την αλλοπρόσαλλη και παρανοϊκή κατάσταση που άφησε πίσω του πεθαίνοντας ο φωτογράφος, συνειδητοποίησε όχι απλά το πρόβλημα αλλά και το ΛΑΘΟΣ και με τόλμη και ειλικρίνεια-η παράλληλη κομψή διακριτικότητα του απέναντι στον νεκρό πια φωτογράφο, εγγράφεται στα συν του-το εντόπισε αυτό το λάθος, με μια απίστευτη διεισδυτική ανάλυση του ψυχισμού του Winogrand σαν ουσιαστικά μιας αδιέξοδης καλλιτεχνικά προσωπικότητας. Επανεκτίμησε λοιπόν συνολικά αυτή την προσωπικότητα και την βρήκε καλλιτεχνικά απελπιστικά ελλιποβαρή. Περιγράφει με ανατριχίλα το δέος των χιλιάδων ανεμφάνιστων αρνητικών, των χιλιάδων εμφανισμένων μεν φιλμ όπου όμως δεν υπήρχαν εκτυπώσεις επαφής αλλά και των πλημμελέστατα ελεγμένων φιλμ μετά το 1971. Ένας καλλιτέχνης που αρνείται να αντιμετωπίσει το έργο του ενώπιος ενωπίω, που συσσωρεύει υλικό πάνω στο οποίο δεν έχει παρά την φευγαλέα και ρηχή εποπτεία μόνο τη στιγμή της λήψης-πόση και ποια μπορεί νάναι αυτή και για πόσο χρόνο μπορεί να κρατήσει στη μνήμη ενός ανθρώπου;-πόση διαφορά έχει από τις εμμονές ενός πάμπλουτου ρακοσυλλέκτη;
Η πιο ατύπικη φωτογραφία ολόκληρης της φωτογραφικής καριέρας του Winograd: ισορροπημένο κάδρο, με κεντρικό θέμα: όταν ο Henri Cartier Bresson υπονόμευσε τον Winogrand. Αλλά και όταν οι στατιστικές πιθανότητες μπορεί να σε μετατρέψουν-για μια στιγμή έστω μόνο, ακόμη και σε Cecil Beaton!
Η εικόνα του μεταθανάτιου Winogrand όπως προκύπτει πια δεν είναι η εικόνα ενός θρύλου-κάντε σύγκριση με τον Atget που είναι ο θάνατος του που τον δικαίωσε αυτόν και το μνημειώδες έργο του-αλλά η εικόνα μιας cult φιγούρας, που άλλοι και ερήμην του, τελικά προσπάθησαν να τον επιβάλλουν σαν καλλιτεχνική μορφή κύρους. Θεωρώ την περίπτωση Winogrand-όχι τον ίδιο προσωπικά αλλά αυτούς που διαχειρίστηκαν τη μετεωρική του άνοδο και μας κληροδότησαν τη μοιραία πτώση του, ένα από τα πιο εμβληματικά παραδείγματα του νοσηρού τρόπου που δουλεύει όχι το ίδιο το καλλιτεχνικό προσωπικό αλλά ο παρασιτικός κλάδος των παρατρεχάμενων της τέχνης, που μετατρέπονται σε δικτάτορες και με τα πιο ετερόκλητα κριτήρια επιβάλλουν πρόσωπα και στυλ, που τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται εφήμερα καθότι ρηχά. Ο σπουδαίος ιστορικός της φωτογραφίας Beaumont Newhall αποκάλεσε με αφοριστική και ευθύβολη οικονομία τον Winogrand snapshooter και με αυτόν τον ορισμό καθάρισε τη θέση του απέναντι στο γραφικό αυτό φαινόμενο που αλαζονικοί curators για την λατρεία της κενόδοξης καινοτομίας και μόνο, τον ανήγαγαν σε δάσκαλο-ακόμη και κυριολεκτικά!-και εκπονητή φωτογραφικής κοσμοθεωρίας και αντίληψης.