Πρωταρχικά και κύρια είμαι φωτογράφος δρόμου και κατ’εξοχήν ανθρωποκεντρικός φωτογράφος. Παρόλα αυτά και εξαιτίας της μεγάλης μου αγάπης για τη φόρμα-που εξυπακούεται την ασκώ και στα ανθρωποκεντρικά μου θέματα-αν ποτέ μού τύχει αφορμή για τη δημιουργία εικόνας με δυνατή μορφή δεν θα την αφήσω ανεκμετάλλευτη και θα εξαντλήσω την ευκαιρία με διεξοδική φωτογράφιση μέχρι να φτάσω σ’αυτό που η διαίσθηση μου αλλά και η καλή αίσθηση της φόρμας που έχω μού είχαν υπαινιχθεί.
Η φωτογραφία της ανάρτησης εμπίπτει σε μιά τέτοια περίπτωση. Τραβήχτηκε στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας καμιά δεκαριά χρόνια πριν. Στο πρώτο πλάνο το μοντερνικό γλυπτό είναι του σπουδαίου γλύπτη Γιώργου Νικολαΐδη ενώ στο βάθος διακρίνεται η “Πηνελόπη” του μεγάλου ελληνολάτρη Γάλλου γλύπτη Bourdelle-συνειδητοποιώ αυτή τη στιγμή ότι η φωτογραφία μπορεί να είναι του 2004, όταν με την αφορμή της Ολυμπιάδας στην Εθνική Πινακοθήκη είχε οργανωθεί μια μεγάλη έκθεση έξι διάσημων γλυπτών: του Ροντέν, του Μπουρντέλ, του Μαγιόλ ,του Μπρανκούζι, του Τζακομέτι και του Χένρυ Μουρ 🙂
Περιδιαβαίνοντας λοιπόν την είσοδο του Μουσείου μετά την επίσκεψη, έφτασα μέχρι το μπαλκόνι που βλέπει προς το Χίλτον και από εκεί είδα αυτό που βλέπετε στη φωτογραφία της ανάρτησης. Το είδα εγώ. Δεν έβλεπε το ίδιο όμως και η μηχανή μου. Οτιδήποτε κι αν έκανα η μηχανή αρνιόταν να δει και κατά συνέπεια να καταγράψει αυτό που είχα συλλάβει και αυτό που τελικά βλέπετε στη φωτογραφία. Για να μού δώσει το οκ η μηχανή έπρεπε να καβαλήσω το κιγκλίδωμα του μικρού αυτού μπαλκονιού και μετεωριζόμενος με μάλλον ασταθές χέρι πια να τραβήξω αυτό που τελικά αναρτώ εδώ. Δεν είναι το φόρτε μου οι μετεωρισμοί-ένας κρυφός λόγος ίσως που αγαπώ το Vertigo του Hitchcock μπορεί και νάναι η αλληλεγγύη για τον ήρωα της ταινίας που πάσχει από υψοφοβία και ιλίγγους-και προφανώς με ασταθές σώμα και χέρι δεν πετυχαίνεις και την καλύτερη εστίαση.
Η ουσία είναι ότι ένιωθα-στην πραγματικότητα ακόμη νιώθω 😉 -πολύ περήφανος γι’αυτή τη φωτογραφία όχι μόνο γιατί έχει αριστοτεχνική σύνθεση αλλά και επί πλέον γιατί δημιουργήθηκε και με κόπο και-προπάντων!- με ρίσκο. Όταν την έδειξα στον εκδότη μου εκείνη την περίοδο-παρόλο ότι εκθείασε ακριβώς την σύνθεση της, έδειξε μεγάλη απογοήτευση για το ότι δεν είχε μεγάλη ανάλυση και “καρφί” εστίαση. Πόση πικρή αλήθεια στα λόγια ενός όντως αισθαντικού ανθρώπου που, πάντα ήταν καλοπροαίρετος απέναντι μου. Είχε απόλυτο δίκιο. Όταν του ανέφερα τις δυσκολίες μού απάντησε με τον κυνισμό ενός εκδότη που προσγειώνει τον υποκειμενισμό του αιθεροβάμονα καλλιτέχνη: “αυτές δεν αφορούν τον εκδότη. Ο εκδότης δεν θέλει μόνο όμορφες εικόνες-η εικόνα είναι όντως όμορφη-τις θέλει και τεχνικά άρτιες”. Είπαμε είχε απόλυτο δίκιο. Το είδα σαν μια πρόκληση αλλά και σαν μια ευκαιρία για τη δημιουργία μιας αληθινά τέλειας εικόνας.
Υποσχέθηκα λοιπόν στον εαυτό μου κάποια στιγμή να ξαναπεράσω από την Εθνική Πινακοθήκη, αυτή τη φορά όμως με καλύτερο εξοπλισμό και οπωσδήποτε με τριπόδι. Αλίμονο! Λογάριασα χωρίς τον ξενοδόχο! Ξενοδόχος; Ο νέος χώρος όπου βρήκε στέγη το σπουδαίο αυτό γλυπτό: το παράρτημα της Εθνικής Πινακοθήκης στο Γουδή, η Εθνική Γλυπτοθήκη! Το έργο εκτίθεται στο ύπαιθρο και καμιά γωνία δεν προσφέρεται για ούτε κατά προσέγγιση αυτού που πέτυχα στο κτήριο της Εθνικής Πινακοθήκης.
Προφανώς μια τέτοια φωτογραφία δεν θα μπορούσε ποτέ να δημοσιευτεί σε ένα περιοδικό ή να χρησιμοποιηθεί για προβολή. Όμως όπως και νάχει για μένα υπάρχει ένα είδος ακέραιας-ιδιωτικής εξυπακούεται- χαράς σ’αυτή τη φωτογραφία. Χαίρομαι που την τράβηξα, χαίρομαι που υπάρχει και παρόλη την εμφανή ατέλεια της θα την αγαπώ ιδιαίτερα. Νιώθω ότι εκπροσωπεί το στυλ μου κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Πάντα κάτι μπορεί να είναι τελειότερο-δεν χωρά αμφιβολία γι’αυτό- αλλά είναι η σύγκριση που δείχνει ποιο είναι αυτό το τελειότερο. Είναι ανακουφιστικό ότι γι’αυτή τη φωτογραφία δεν υπάρχει κάποια καλύτερη που να με κάνει να νιώθω τόσο βαριές τύψεις. Άλλωστε ποτέ δεν θρηνώ για κάτι που δεν έκανα. Προτιμώ να χαίρομαι για κάτι που υπάρχει και το δημιούργησα εγώ. Λογικό δεν ακούγεται αυτό;