Όπως τόσοι και τόσοι λάτρεις αλλά και εκπονητές του μοντερνισμού, δηλώνω κι εγώ, ένας απλός και άσημος εικονοποιός, φανατικός φίλος της τέχνης του Ingres. Από πρώτη άποψη μοιάζει σχιζοφρενικό να λατρεύεις έναν δογματικά σκληροπυρηνικό ακαδημαϊκό καλλιτέχνη όπως ήταν πανθομολογούμενα ο Ενγκρ. Τα μεγάλα αφηγηματικά του έργα είναι η επιτομή της πιο φρικιαστικά αποκρουστικής ακαδημαΐλας-(έχουν όμως λεπτομέρειες ζουμερές!). Ο ίδιος περιγράφεται από τους συγχρόνους του σαν ένας ξινός, αγέλαστος άνθρωπος, που ήθελε να εκπέμπει σαν δημόσια εικόνα του το ύφος ενός άτεγκτα αμετακίνητου στις νεοκλασικές αντιλήψεις του ακαδημαϊκού. Όμως η ίδια η τέχνη του πρόδιδε τις εκφρασμένες με λόγια αντιλήψεις του. Ήταν ο πιο αντισυμβατικός καλλιτέχνης όλης της Ιστορίας της Τέχνης των Συμβάσεων-ίσως κι ακόμη περισσότερο! Είναι το πιο γοητευτικό παράδξο και λατρεύτηκε ακριβώς γι’αυτό, από τους πιο ρηξικέλευθα μοντερνικούς όλων των, μετά από αυτόν, εποχών! Από Courbet, Degas, Manet, Renoir, Seurat μέχρι Matisse, Picasso, Modigliani και ακόμη πιο πέρα από τον ίδιο τον απόλυτο εικονοκλάστη Marcel Duchamp και τον “δικό” μας, εννοώ εμάς των φωτογράφων, τον Man Ray.
Jean-Auguste-Dominique Ingres: Το πορτραίτο της γυναίκας του καλλιτέχνη. Ένα από τα μετριότερα και απελπιστικά συμβατικότερα έργα του, στο οποίο όμως όλα τα μοτίβα της προσωπογραφικής του τέχνης είναι παρόντα: η τροφαντή σάρκα, η αγάπη για τα ακριβά υλικά και τα αξεσουάρ, οι κλασικιστικές αναφορές κλπ
Η φωτογραφία της ανάρτησης είναι ένα είδος μοντερνικού ριμέικ τυπικού πορτραίτου του Ενγκρ. Η έμπνευση σαφέστατα ήρθε από τους δύο τελευταίους μάστορες του μοντερνισμού που προανέφερα, τον Μαρσέλ Ντυσάν και τον Μαν Ρέι. Τόχω γράψει αρκετές φορές ότι τέτοιες νεκρές φύσεις τις έφτιαχνα στα μεσοδιαστήματα ανάμεσα σε δυό φωτογραφίσεις. Αυτοσχεδιασμοί ήταν χωρίς καμιά ιδιαίτερη καλλιτεχνική φιλοδοξία-να το ξεκαθαρίσω αυτό για να μη παρεξηγηθώ κιόλας. Ένα είδος δημιουργικού πασατέμπου για να σκοτώσω τη πλήξη της αναμονής. Η αφορμή για τη συγκεκριμένη φωτογραφία ήταν ένα βιβλίο που είχα αγοράσει και το ξεφύλλιζα στο στούντιο-ποτέ δεν διάβαζα εκεί, η αναμονή του ραντεβού μού αποσπούσε τη προσοχή-ένα βιβλίο με τα Πορτραίτα του Ενγκρ λοιπόν η αφορμή, έκδοση με την ευκαιρία μιας μνημειώδους έκθεσης στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Παίρνοντας διάφορα διαθέσιμα αξεσουάρ που είχα στο στούντιο, τα συνάρμοσα με ένα τέτοιο τρόπο-ο Ενγκρ λάτρευε σχεδόν φετιχιστικά τα γυναικεία αξεσουάρ!-που να βγάζουν κάτι από την αύρα ενός τέτοιου γυναικείου πορτραίτου.Δεν αντέγραψα ένα συγκεκριμένο πορτραίτο-αυτό θάταν αδύνατο έτσι κι αλλιώς αλλά και δεν με ενδιέφερε. Δεν θάχε νόημα άλλωστε μια μιμητική πράξη, το δημιουργικό ήταν αυτό που με ερέθιζε. Μια ώρα περίπου διέθεσα. Βασικά όλα αυτά τάβλεπα σαν σπουδές, σαν ασκήσεις ύφους σε ένα θέμα, όχι σαν ολοκληρωμένα και αυτάρκη έργα. Τάφτιαχνα όμως με πολύ κέφι και διασκέδαζα αφάνταστα στη διάρκεια αυτής της σχετικά σύντομης διαδικασίας.