Τόχω ξαναγράψει αλλά είναι τόσο εύστοχο, που το επαναλαμβάνω: ο μεγάλος αμερικανός προσωπογράφος της υψηλής κοινωνίας-Ευρώπης και Αμερικής!- John Singer Sargent, που είχε όλες τις προδιαγραφές αλλά και την διάθεση, να κολακεύει με τον αριστοτεχνικότερο τρόπο τα μοντέλα του, όχι λίγες φορές συνάντησε όχι απλά την απόρριψη αλλά και την απροκάλυπτα εχθρική στάση από δυσαρεστημένους πελάτες του, που όντας σε θέση να πληρώνουν αδρά, απαιτούσαν την Άρτα με τα Γιάννενα. Σε κάποια τέτοια περίπτωση λοιπόν σημείωσε μελαγχολικά στο ημερολόγιο του: ο ασφαλέστερος τρόπος για να κάνεις ορκισμένους εχθρούς είναι να τους κάνεις το πορτραίτο! Υπάρχει και η μνημειώδης-κυριολεκτικά απειλή-φράση του J. L. David, του επίσημου ζωγράφου της Γαλλικής Επανάστασης και του Ναπολέοντα, προς κάποιον που τού “τα έχωσε” για τις ακραίες πολιτικές του επιλογές-με την ψήφο του ο Νταβίντ ήταν βασιλοκτόνος-: -“Σταμάτα , γιατί αλλιώς θα σε ζωγραφίσω” είπε, απευθυνόμενος σε κάποιο μέλος της Συντακτικής!
Βλέπω το πιτσιρικάκι στη φωτογραφία-τραβηγμένη πριν καμιά δεκαριά χρόνια στην Ερμού- να είναι ήδη τόσο σοβαρά επιφυλακτικό απέναντι στον οσονούπω προσωπογράφο του, ώστε σχεδόν να τον αντιμετωπίζει, με το τόσο έξυπνα και ζωηρά εστιασμένο πάνω του βλέμμα του, σαν μια επικρεμάμενη σοβαρή απειλή.
Μια τέτοια περίπτωση ήμουν και εγώ για το συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη. Απειλή! Ήδη από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο σπίτι του, βρήκα την αρνητική διάθεση έκδηλη στην απελπιστική για το φροντισμένο στυλ μου ατημελησία της εμφάνισης του: ένα γκρίζο-καφέ φανελάκι, από αυτά που, όπως και να τα δεις, δεν μπορούν να σε βοηθήσουν στο να αναδείξεις το πρόσωπο του εικονογραφούμενου. Το αντίθετο μάλιστα! Νάταν λευκό τουλάχιστον, αυτόματα θα αντανακλούσε πάνω στο πρόσωπο τη λευκότητα και φωτίζοντας το, θα το αναδείκνυε. Το πρόσωπο που είχα απέναντι μου ήταν ολοφάνερα αυτό ενός εξαιρετικά ευφυούς ανθρώπου-ακτινοβολούσε τη σπιρτάδα του από κάθε γωνία που το έβλεπες. Τόβλεπες όμως ότι, μη όντας εξοικειωμένος με την κάμερα-από επιλογή, τι άλλο;- ένιωθε απειλούμενος από μια εισβολή στον ιδιωτικό του χώρο παρείσακτων ανθρωποφάγων της επικοινωνίας-ήμασταν τρεις στο συνεργείο: ένας δημοσιογράφος, ένας σκιτσογράφος και εγώ σαν φωτογράφος.
Ιδιοσυγκρασιακά ταυτιζόμουν απόλυτα με τον Παπαγιώργη, γιατί είμαι κι εγώ αγοραφοβικός απέναντι στην επικοινωνία και απόλυτα αρνητικός στην προβολή του εαυτού μου σαν τέτοιου. Υπήρχε λοιπόν μια συμπάθεια απέναντι στο πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο συγγραφέας-εξαιτίας μου κυρίως! σκεφθείτε!- και συμμεριζόμουν απόλυτα τις επιφυλάξεις του απέναντι μου. Στην αρχή της φωτογράφισης-που η αρχή αυτή δεν ήταν καν φωτογράφιση, γιατί παράλληλα έτρεχε και η συνέντευξη όπως και το ποζάρισμα του για τα σκίτσα του Καλαϊτζή-τόπαιζα αδιάφορος και χάζευα το χώρο, επικεντρωνόμενος τελικά στις ράχες των βιβλίων όπου διάβαζα τους τίτλους. Τραβούσα ένα δυό κλικ, έτσι στο αδιάφορο και καλά, για να σπάσει ο πάγος και να τον κάνω, αφού ενισχύσει την άμυνα του με επιπλέον αντισώματα, να χαλαρώσει και να μού διατεθεί κάποια στιγμή και για μένα αποκλειστικά-όταν κάνω προσωπογραφίες ποτέ δεν τραβάω στιγμιότυπα. Για μένα η προσωπογραφία έχει διάλογο ανάμεσα στον προσωπογραφούμενο και τον προσωπογράφο. Και αυτός ο τελευταίος το κάνει όχι για να έχει το προνόμιο να έχει διαλεχθεί-με αυτόν τον ιδιότυπο, φωτογραφικό τρόπο έστω-με κάποιον επώνυμο αλλά σαν διαμεσολαβητής ενός διαλόγου που από τη στιγμή της δημοσίευσης της εικόνας, ξεκινά ανάμεσα στον συγγραφέα με το κοινό του-αλλά και με την Ιστορία αν ο ίδιος ο συγγραφέας έχει το βεληνεκές να την φτάσει. Και ο σοβαρός και συγκροτημένος Παπαγιώργης είναι διανοούμενος διάρκειας και όχι του συρμού.
Εξυπακούεται ότι και από αισθητική υποδομή αλλά και από σεβασμό στον ίδιο τον προσωπογραφούμενο, δεν υπήρχε περίπτωση να τον φωτογραφίσω ή πολύ περισσότερο να δώσω για δημοσίευση φωτογραφίες με το τόσο εικονογραφικά ταπεινωτικά ισοπεδωτικό για την προσωπικότητα του φανελάκι του. Η εικόνα είναι εικόνα και έχει τη δική της αποδομητική ερμηνευτική δυναμική ερήμην και της συγκλονιστικότερης προσωπικότητας. Εκείνος μπορεί να ένιωθε άνετα αλλά εμένα αυτό δεν μού έλεγε τίποτε. Καλώς ή κακώς το ρούχο δίνει αλλά και αφαιρεί κύρος. Και κάποιον που εγώ φωτογραφίζω, δεν θα τον αφήσω να εκτεθεί σε μια πεζότητα που, ξέρω βάσιμα ότι, δεν τού πάει. Μετά από αρκετή ώρα λοιπόν διαπίστωσα ότι, η αρνητική διάθεση του-χωρίς να είναι επιθετική, να εξηγούμαστε- απέναντι μου συνεχιζόταν αμείωτη και δεν υπήρχε ίχνος κάποιας, αμυδρής έστω, πιθανότητας στοιχειώδους συνεργασίας και ανταπόκρισης στα κλικάτα καλέσματα μου- παρεμπιπτόντως το πόσο με ερέθιζε αυτό σαν αναγνώστη προσωπικοτήτων-όχι διασημοτήτων, αυτές ποιος τις χέζει; αλλά προσωπικοτήτων, δηλαδή ανθρώπων με ιδιοσυγκρασία, χαρακτήρα και ταμπεραμέντο-δεν λέγεται!
Ο Θεός πράγματι δημιούργησε τη γυναίκα, αν δεν είναι και ο ίδιος γυναίκα! Γιατί πάνω που είχε αρχίσει να με καταλαμβάνει η απόγνωση για επικείμενο φωτογραφικό φιάσκο-είχα παρακαλέσει με ιδιαίτερη επιμονή τη διεύθυνση του Έψιλον της Ελευθεροτυπίας να μού αναθέσουν πορτραίτα και καταλαβαίνετε ότι μια αποτυχία, θα σήμαινε και το τέλος της ανάθεσης που τόσο είχα λαχταρίσει-πάνω λοιπόν στην απελπισία μου, εμφανίζεται η σύντροφος του, ο από μηχανής Θεός που φαίνεται αγαπάει να λύνει και τα φωτογραφικά δράματα με τον ευτυχέστερο τρόπο. Κρεμάστηκα πάνω της-δεν εκδηλώθηκα κραυγαλέα έτσι αλλά η ψυχή μου επένδυσε -και τελικά έκανε σωστά- πολλά πάνω της. Με κάποιο τρόπο-διερευνητικά και στο αδιάφορο δήθεν, ρώτησα προς την πλευρά της: -“μήπως υπάρχει κάποιο σακάκι να το φορέσει ο κύριος Παπαγιώργης, γιατί δεν θάθελα να μείνω μόνο σε φωτογραφίες με το φανελάκι;” Σαν ελατήριο σηκώθηκε η υπέροχη αυτή γυναίκα και σε κλάσματα δευτερολέπτου έφερε το δερμάτινο μπουφάν της φωτογραφίας-απίστευτα επιτυχημένη επιλογή! Λύτρωση! Αλλά μόνο εν μέρει. Η δυσθυμία του Παπαγιώργη δεν είχε φύγει εντελώς, παρόλο ότι η συνέντευξη έμοιαζε να τον έχει χαλαρώσει με τον διαλογικό της χαρακτήρα που, προφανώς ,ήταν και το φόρτε του Παπαγιώργη.
Αυτό που κατάλαβα-ακριβώς σεβόμενος τον προσωπογραφούμενο-ήταν ότι έπρεπε να του δώσω τα περιθώρια να νιώσει ασφαλής. να νιώσει ότι έχει εξασφαλίσει την άμυνα του απέναντι σ’αυτό το επιθετικό και αδιάκριτο εργαλείο που λέγεται φακός-το μισώ κι εγώ θανάσιμα όταν είναι στραμμένο απέναντι μου. Προφανώς ήταν αδιανόητο να τον πλησιάσω και να του κάνω κοντινό-δεν είναι άλλωστε και το στυλ μου αυτό. Μια πολυθρόνα εκεί κοντά-είχε προηγηθεί και το γραφείο αλλά η πολυθρόνα αποδείχτηκε μορφικά πολύ καλύτερη λύση, η άδεια της θέση κάποιον περιμένει και αυτό μ’αρέσει σαν αφετηρία ερμηνείας της εικόνας. Μπορούσε στηριζόμενος πάνω της να οχυρωθεί πίσω από αυτήν. Η επιφύλαξη του βλέμματος του διατηρήθηκε βέβαια ακέραια, το ερωτηματικό της κάνοντας τον πολλαπλά γοητευτικό αλλά η φωτογραφία τον ανέδειξε σε αυτό που τελικά είναι ο Παπαγιώργης: ένας διανοούμενος που ροκάρει!
Υ.Γ. Σαν για να επικυρωθούν τα γραφόμενα μου, μπήκα στο Google να δω φωτογραφίες του Παπαγιώργη. Δύο μόνο ουσιαστικά, σε διάφορες εκτυπωτικές-με λιγότερο ή περισσότερο κοντράστ- και κοψίματα παραλλαγές! Ένας από τους πολυγραφότερους διανοούμενους με σχέση άρρηκτη με περιοδικά και εφημερίδες-και τους φωτογράφους τους δυνητικά-και όμως η συγκομιδή είναι απελπιστικά φτωχή. Στο μυαλό μου αυτό τον κολακεύει απίστευτα αλλά και από την άλλη η Ιστορία έχει ανάγκη -και ας μην έχει τελικά και τόση πραγματική σημασία-να ξέρει κάπως τη μορφή των λογής πρωταγωνιστών της. Το πορτραίτο του Όμηρου που κυκλοφορεί είναι φανταστικό-την εποχή του η έννοια πορτραίτο ήταν ανύπαρκτη, όπως και η ίδια η τέχνη της προσωπογραφίας- Και όμως πόσο μας ανακουφίζει η ύπαρξη αυτού του έστω πολύ μεταγενέστερου-είναι ελληνιστικό-φανταστικού πορτραίτου!