Περνώντας από την Αδριανού κάποια φορά συνάντησα και φωτογράφισα αυτή την καταπληκτική σκηνή στην οποία μού ήταν εντελώς αδύνατο να αντισταθώ και να μην την καταγράψω, με τον ιδιότυπο τέλος πάντων τρόπο που βλέπω και καταγράφω τα πράγματα. Δεν μού αρκούσε ότι ήταν κάτι εξαιρετικά και αστραποβόλα όμορφο μέσα στη σουρεαλιστική του αυθυπαρξία ούτε ότι σαν φωτογράφος είχα καθήκον να το φωτογραφίσω αφού μού κίνησε το ενδιαφέρον και αφού έτσι κι αλλιώς για φωτογραφικό κυνήγι είχα βγει. Το τόσο επιδέξια εκτεθειμένο λαϊκό ένδυμα από τον -μερακλή και σίγουρα επισκέπτη μουσείων- πλανόδιο αρχαιοπώλη, μού ξύπνησε λίγο σκανδαλιάρηκες παιδικές μνήμες.
Κάποια Κυριακή, που η μάνα μου πελάγωνε στη κουζίνα της κι εμείς μπλεκόμασταν ενοχλητικά στα πόδια της, μας ξαπόστειλε εμένα και τον πατέρα μου λέγοντας του: “γιατί δεν παίρνεις το παιδί να πάτε σε ένα Μουσείο να κάνω κι εγώ τη στραβομάρα μου με την ησυχία μου;”. Κι έτσι επισκέφτηκα για πρώτη φορά το Μουσείο Μπενάκη. Η ηλικία μου δεν θάταν διαφορετική από του πιτσιρικά της δεύτερης φωτογραφίας που κι αυτόν τον ξεναγεί ο πατέρας του.

Πιρπιρί Ιωαννίνων, Μουσείο Μπενάκη
Αν θυμάμαι τίποτα από εκείνη την επίσκεψη; Σχεδόν τίποτα! Άλλωστε οι πολλές-πάρα πολλές! αληθινά πάρα πολλές!-επισκέψεις που έκανα πια μόνος μου σαν ενήλικος, επικάλυψαν όλες τις λεπτομέρειες εκείνης της επίσκεψης. Εκτός από μια! Εκτός από μια που συνδέεται με μια λέξη και ένα έκθεμα. Η λέξη που σαν παιδί με μάγεψε-κι έτσι συνδέθηκε μοιραία και με το έκθεμα ήταν η παράξενα γαργαλιστή “Πιρπιρί”! Όταν μού τη διάβασε ο πατέρας μου από τη λεζάντα που συνόδευε το έκθεμα εγώ αμέσως μαγεμένος κόλλησα μ’ εκείνη τη παιχνιδιάρικη εμμονή που αποκτούν τα παιδιά με κάποιες λέξεις που τις βρίσκουν παράξενες. Για καμιά δεκαπενταριά μέρες σχεδόν ότι και να με ρωτούσαν οι γονείς μου, οι φίλοι μου και μια φορά η δασκάλα μου, εγώ απαντούσα: -“Πιρπιρί”! Αναζήτησα με την αφορμή της ανάρτησης το ακριβές νόημα της λέξης και βρήκα ότι σημαίνει ένα είδος πολυτελούς χρυσοκέντητου πτυχωτού πανωφοριού, σαν αυτό της φωτογραφίας που αναρτώ από το αρχείο εκθεμάτων του Μουσείου Μπενάκη. Στο μυαλό μου το θυμάμαι με μεγαλύτερο άνοιγμα, όπως ακριβώς στη πρώτη φωτογραφία της ανάρτησης.

El Greco(Δομήνικος Θεοτοκόπουλος): Λαοκόων
Η επόμενη αλησμόνητη εμπειρία μου στο Μουσείο Μπενάκη ήταν όταν ενήλικος πια, μαζί με την ξαδέλφη μου επισκεφθήκαμε τη μικρή αλλά συνταρακτική για την εικαστική μας κουλτούρα έκθεση για τον Ελ Γκρέκο. Ένα μνημειακό έργο του με καθαρά ελληνικό μυθολογικό θέμα,που ήρθε από ένα μουσείο όχι λιγότερο σημαντικό από την ίδια την Εθνική Πινακοθήκη της Washington-νομίζω ότι στην ίδια έκθεση υπήρχε και το εξίσου μνημειακό “Το όραμα του Αγίου Ιωάννη στη Πάτμο” από το Metropolitan της Νέας Υόρκης- ήταν ο μαγνήτης της έκθεσης αλλά και το σοκ για όσους από μας δεν είμασταν τόσο εξοικειωμένοι με τις τολμηρότερες εκδοχές του έργου του. Συνειδητοποιώ τώρα ότι αυτό το έργο εκ των πραγμάτων είναι το πρώτο προγραμματικά εξπρεσσιονιστικό έργο επώνυμου δυτικού καλλιτέχνη, μετά τη γοτθική τέχνη. Θυμάμαι ότι επισκέφθηκα εκείνη την έκθεση αρκετές φορές.Μετά από εκείνη την αξέχαστη εμπειρία εμπεδώθηκε στο μυαλό μου η σημασία του Μουσείου Μπενάκη για τα ελληνικά πολιτιστικά αλλά και εθνικά πράγματα. Εξυπακούεται ότι συνέχιζα να το επισκέπτομαι συχνά και με κάθε αφορμή-αφορμή που για μένα ποτέ δεν λειτουργούσε σαν τέτοια.
Μέχρι που ασχολήθηκα με τη φωτογραφία ζεστά-δηλαδή από το 1987 και μετά-πιο πριν δεν είχα καν ερασιτεχνική κάμερα!-οι επισκέψεις μου στο μουσείο ήταν οι τυπικές ενός ενδιαφερόμενου για θέματα εικονογραφικής κουλτούρας επισκέπτη. Στο μυαλό μου το Μπενάκη ήταν το μουσείο του πρώτου πορτραίτου Φαγιούμ που είδα στη ζωή μου, των πρώτων κεραμεικών της Νίκαιας(Iznik), της υπέροχης ξύλινης επένδυσης ενός κοζανίτικου αρχοντικού, μιας σπουδαίας βυζαντινής εικόνας της Φιλοξενίας του Αβραάμ που πάντα θα μού θυμίζει το απόλυτο αριστούργημα του Αντρέι Ρουμπλιόφ και μιας μεγάλης μου αγάπη από την ευρωπαϊκή ζωγραφική και φυσικά έκπληξη να τον βρω στο Μπενάκη-πεθαίνοντας πολύ νέος ο Richard Parks Bonnigton άφησε πολύ για το νεαρό της ηλικίας του, αντικειμενικά όμως λίγο έργο πίσω-δύο ελληνικά θέματα με φουστανελοφόρους επαναστατημένους Έλληνες. Θέμα και τεχνική σαφώς επηρεασμένα από τον φιλέλληνα φίλο του Ντελακρουά. Όμως, από το 1987 και μετά μπήκα πια και σαν φωτογράφος στο Μουσείο Μπενάκη και από τότε το κομψό νεοκλασσικό στη Βασιλίσσης Σοφίας μού έγινε διπλά και τρίδιπλα αγαπημένο-ακριβώς η φωτογραφία με τον πιτσιρικά και τον πατέρα του τραβήχτηκε το 1987, ενώ η φωτογραφία με την καταπονημένη μικρή που έγειρε σε κάποιο καναπέ, το 1990, με την πρώτη μου Leica.
Το μουσείο συνεχίζει να είναι βίωμα μου συχνό όχι μόνο σαν επισκέπτης αλλά και σαν διαβάτης που το περνώ αρκετά συχνά κατεβαίνοντας από τους Αμπελόκηπους με τα πόδια στην Αθήνα. Το άρωμα του γιασεμιού που περιβάλλει το μουσείο στην πλευρά της Βασιλίσσης Σοφίας το εκλαμβάνω σαν την αύρα της μνήμης που συνεχίζει να με πολιορκεί τόσα χρόνια μετά. Αλλά η αγάπη για το Μουσείο Μπενάκη συνέχιζε αμείωτη για να μην πω και ολοένα αυξανόμενη. Τα τελευταία 15 τόσα χρόνια το Μπενάκη έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τη Φωτογραφία και ξέφυγε από τον στενά εθνογραφικό καταγραφικό χαρακτήρα της η συλλογή του αλλά με σαφώς καλλιτεχνική πια κατεύθυνση στις αγορές του και τον εν γένει εμπλουτισμό αυτής της συλλογής. Η απόκτηση του μνημειώδους αρχείου του αληθινά σπουδαιότερου έλληνα φωτογράφου του 20ου αιώνα του Δημήτρη Χαρισιάδη -εδώ η συμβολή του εκδότη του περιοδικού Φωτογράφος του Τάκη Τζίμα είναι καθοριστική-όπως και του αρχείου της δέσποινας της Ελληνικής ανθρωπιστικής φωτογραφίας Βούλας Παπαϊωάννου, δείχνει την κατεύθυνση που έχει πάρει το Μουσείο στο πόσο σοβαρά αντιλαμβάνεται την υπόθεση Φωτογραφία. (Νομίζω ότι με την αφορμή της έκθεσης του Κωνσταντίνου Μάνου-πώς τον ξέχασα και δεν έχω ακόμη κάνει ανάρτηση για άλλη μια μεγάλη φωτογραφική αγάπη;-το Μπενάκη απόκτησε και σημαντικό αριθμό πρωτότυπων εκτυπώσεων από τον μεγάλο ελληνοαμερικανό φωτογράφο). Μού έχει συμβεί να γνωρίσω την υπεύθυνη του φωτογραφικού τμήματος κα Φανή Κωνσταντίνου και η επιστημονική της κατάρτιση αλλά και η αισθαντικότητα της εγγυώνται τα καλύτερα για την τύχη και το μέλλον αυτής της συλλογής. Άλλωστε οι εκθέσεις που οργανώνει το Μπενάκη είναι απόδειξη του τι υπηρετείται και πώς..
Όταν το μουσείο επεκτάθηκε στο υπέροχο κτήριο της οδού Πειραιώς ήμουν από τους τρελαμένους αδημονούντες να το επισκεφθώ αλλά εκεί πήρα την πρώτη πικρία πενήντα σχεδόν χρόνων από την επαφή μου με το ίδρυμα: μού απαγορεύτηκε να μπω με τη φωτογραφική μηχανή στο χώρο του Μουσείου.Καμιά ένσταση και κανένα επιχείρημα μου δεν έπιασε-ο ντουλαπόσχημος φρουρός σίγουρα έκανε σωστά τη δουλειά του αφού προφανώς εκτελούσε εντολές. Την ίδια απάντηση πήρα και όταν επισκέφθηκα το παράρτημα Ισλαμικής Τέχνης στο Κεραμεικό. Αρνήθηκα να μπω. Και από τότε δεν ξαναεπισκέφθηκα το Μουσείο Μπενάκη και κανένα παράρτημα του.
Κάνω αυτή την ανάρτηση, γιατί λαχταράω να επισκεφθώ την έκθεση με θέμα τη θάλασσα αλλά η πιθανότητα να ξανασυναντήσω την άρνηση με εξοργίζει. Δεν είμαι από αυτούς που παίρνουν ένα τηλέφωνο σε κάποιο γνωστό και καθαρίζει εκείνος για πάρτη μου. Θέλω ένα Μουσείο που προωθεί την καλλιτεχνική φωτογραφία να δίνει ελεύθερη πρόσβαση στους φωτογράφους να φωτογραφίζουν στο Μουσείο. Είμαστε κι εμείς εν δυνάμει,με τις μικρές μας δυνάμεις, ΣΠΟΝΣΟΡΕΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ! Η ανάρτηση αυτή-ανάρτηση αυταπόδεικτα ειλικρινούς και μακροχρόνιας αγάπης, στοχεύει στο να αναδείξει αυτή την παράμετρο.
Υ.Γ.Εξυπακούεται ότι η θεμιτή και επιβεβλημένη απαγόρευση του φλας ισχύει δια ροπάλου. Καμιά φωτογραφία και αυτής εδώ της ανάρτησης -όπως και σε ολόκληρο το μπλογκ άλλωστε-δεν έχει ποτέ τραβηχτεί με φορητό φλας. Καμιά!